- κώματος
- κώ̱ματος , κῶμαdeep sleepneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
κωματίζομαι — (Α) [κώμα] είμαι σε κατάσταση κώματος … Dictionary of Greek
κωματώδης — ες (Α κωματώδης, ῶδες) [κώμα] αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμα («κωματώδης κατάσταση») αρχ. ληθαργικός … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… … Dictionary of Greek
καταφορά — η 1. φορά προς τα κάτω, κατέβασμα. 2. εχθρική εκδήλωση, επίκριση, κατακραυγή: Η καταφορά των απεργών εναντίον του εργατικού νομοσχεδίου. 3. (ιατρ.), είδος βαθιάς νάρκης μεταξύ κώματος και λήθαργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)